λευκοσιδηρουργός

λευκοσιδηρουργός
ο
αυτός που κατασκευάζει είδη από λευκοσίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσίδηρος + -ουργός (< ἔργον*). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιωαν. Ν. Λεβαδέα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • λευκοσιδηρουργείο — το εργαστήριο όπου κατασκευάζονται είδη από λευκοσίδηρο, κν. τενεκετζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσιδηρουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Σκριπ] …   Dictionary of Greek

  • φαναρ(ι)τζής — ο πληθ. ήδες 1. ο φανοποιός, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής. 2. μτφ., αυτός που κρατάει φανάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανοποιός — ο ο κατασκευαστής φανών, ο φαναρτζής, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”